Κυριακή 10 Νοεμβρίου 2013

η CAPRI RECORDS το 2013

Η εταιρεία Capri Records, που έχει την έδρα της στην πόλη Bailey του Colorado, προτείνει σε σταθερούς ρυθμούς αξιόλογα άλμπουμ, στα οποία καταγράφονται διαφορετικές εκφάνσεις του σημερινού, αμερικανικού, τζαζ γίγνεσθαι. Για εννέα απ’ αυτά θα γίνει λόγος στη συνέχεια…
Τον Wilford Brimley κάποιοι θα τον γνωρίζουν, σίγουρα, ως ηθοποιό, αφού έχει εμφανισθεί στο «Σύνδρομο της Κίνας», στο “Brubaker”, στην «Απειλή» του John Carpenter, στο “Cocoon”, στη «Φίρμα» και αλλού. (Τον θυμήθηκα στην «Απειλή» στο ρόλο του βιολόγου). Ελάχιστοι, όμως, ακόμη και στην Αμερική έως πρότινος, θα γνώριζαν πως ο 79χρονος σήμερα ηθοποιός είναι κι ένας πολύ καλός ερμηνευτής εκείνων που αποκαλούμε στάνταρντ. Τούτο αποδεικνύεται στο πρόσφατο CD [74128-2] ηχογραφημένο στην Glendale της California, τον Δεκέμβριο του ’12, που δημιούργησε ο Brimley με το Jeff Hamilton Trio. Ένα CD που επιβάλλεται μέσω της «βαριάς» παρουσίας τού τραγουδιστή. Για το Jeff Hamilton Trio δεν χρειάζεται να πω πολλά (ήδη έχω γράψει κάποια πράγματα, εδώ στο δισκορυχείον, με αφορμή το περυσινό άλμπουμ του “Red Sparkle”). Μεταξύ άλλων σημείωνα: «Το όνομα του ντράμερ Jeff Hamilton κάποιοι μπορεί να το έχουν στο νου τους από την πολυποίκιλη συνεργασία του (σε CD, DVD και συναυλίες) με την Diana Krall, όμως εγώ το θυμάμαι από το τρίο με τ’ όνομά του, το Jeff Hamilton Trio, για το άλμπουμ του οποίου “Symbiosis” [Capri, 2009] είχα γράψει στο τεύχος 201 του Jazz & Τζαζ». Παρακολουθώντας λοιπόν την πορεία του Jeff Hamilton Trio τα τελευταία χρόνια θα έλεγα πως έλειπε από την δισκογραφία του ένα άλμπουμ με φωνή. Ήταν το ύφος του τρίο, του βετεράνου drum-master, που σε οδηγούσε να το σκεφθείς. Ένα ύφος που περιελάμβανε αυθεντικές «μπαλαντικές» ατμόσφαιρες, με τις μελωδίες να υπηρετούνται όχι μόνον από το πιάνο τού Tamir Hendelman, μα ακόμη και από το rhythm section! (Το μπάσο του Christoph Luty και τα κρουστά του Jeff Hamilton). Εδώ ακριβώς «πατά» ο Wilford Brimley, με την «καπνισμένη», πείτε την και «σπασμένη» φωνή, προκειμένου να δώσει ερμηνείες αναφοράς σε τραγούδια του Charles Trenet, των Rodgers/ Hammerstein, του Bill Evans (“Waltz for Debby”), του Harold Arlen, των Gershwins κ.ά. Και είναι ακριβώς η άνεση εκείνου που γνωρίζει, η τέχνη και κυρίως το βίωμα του γηραιού ερμηνευτή που προκαλεί είτε το αμέριστο swinging (“I wish you love”), είτε την οικοδόμηση μιας χαλαρής, νοσταλγικής ατμόσφαιρας «άλλης εποχής» (“I’ve grown accustomed to her face”).
ΤοFor Joe [74127-2] του κιθαρίστα Frank Potenza είναι ένα παράξενο tribute CDtribute στον Joe Pass (1929-1994), για να το πω από την αρχή. Το παράξενο έγκειται στο γεγονός πως ο Potenza αποτίνει φόρο τιμής στο είδωλό του, έχοντας κατά νου το άλμπουμ “For Django” [Pacific]. Το άλμπουμ δηλαδή που είχε εκδώσει ο Joe Pass το 1964, για να τιμήσει κι εκείνος από τη μεριά του το δικό του είδωλο, τον κιθαρίστα Django Reinhardt. Μάλιστα, ο Potenza πράττει κάτι ακόμη πιο ιδιαίτερο. Διαλέγει να τον συνοδεύσουν στο συγκεκριμένο CD οι μουσικοί που συνόδευαν τον Pass στο “For Django” πριν 49 χρόνια(!) – δηλαδή ο κιθαρίστας John Pisano, ο μπασίστας Jim Hughart και ο ντράμερ Colin Bailey. Σχεδόν μισόν αιώνα αργότερα (το “For Joe” είναι ηχογραφημένο στην Chatsworth της California τον Σεπτέμβριο του 2012) οι τρεις αυτοί μουσικοί θα ξαναπαίξουν, στο εν λόγω tribute, τα “For Django”, “Fleur d'Ennui” και “Rosetta” (συνθέσεις των Joe Pass, Django Reinhardt και Earl Hines αντιστοίχως, που ακούγονταν και στο “For Django”), συνεργαζόμενοι με τον άνθρωπο που έχει πάρει τη σκυτάλη από τον τρανό κιθαριστή. Αν και μπορεί ν’ ακούγεται κάπως «βαριά» αυτή η κουβέντα για τον Frank Potenza, είναι όμως η αλήθεια πως δεν υπήρξε απλώς «προστατευόμενος» του Joe Pass (γνωρίζονταν από το 1974), αλλά κι ένας από τους κιθαριστές που «πάτησαν» πάνω στα διδάγματα, μεταφέροντας τις τεχνικές του στη νεότερη γενιά (ο Potenza είναι τακτικός καθηγητής του Studio/Jazz Guitar Program στο University of Southern California). Με την ταχύτητα και την καθαρότητα του ήχου να χαρακτηρίζει το παίξιμό του, με τις ξαφνικές ρυθμικές αλλαγές και τις bebop αρμονίες να υπενθυμίζουν το στυλ τού απόντος δασκάλου, ο Potenza έχει φτιάξει ένα απολαυστικό CD, γεμάτο από bop κομμάτια, στάνταρντ και μποσανόβες (είναι εντυπωσιακός στο “Voce” του Roberto Menescal), το οποίο, στιγμές-στιγμές, αγγίζει τα όρια του συναρπαστικού. Top track το “Beautiful love” του Victor Young, που ολοκληρώνει την ακρόαση μέσα σ’ ένα κλίμα ανεπανάληπτης ρομάντζας.
Η επιστροφή στο παρελθόν καλώς κρατεί. Το λέω ακούγοντας το άλμπουμPlays Well with Others[74126-2] του Mike Jones Trio, ένα απολύτως μουσικοφιλικό CD, ένας φόρος τιμής στο stride πιάνο και το αίσθημα της εποχής του swing. Ο Mike Jones είναι πιανίστας με περγαμηνές, με καλές σπουδές στο Berklee και με μιαν έφεση προς την πριν το bebop jazz, ο οποίος βρήκε δουλειά» (ας το πω έτσι) στα… πλωτά jazz festivals των S.S. Norway και Queen Elizabeth II και βασικά στα καζίνο και τα music halls του Las Vegas, όπου και έκανε «όνομα». Κάπου ’κει μάλιστα, στην Sin City, τον ανακάλυψαν και οι διασκεδαστές Penn & Teller –ο Jones σε ντούο με τον (και) μπασίστα Penn Jillette, άνοιγαν το σώου των Penn & Teller– δίνοντάς του την απαραίτητη ώθηση προκειμένου να βάλει κάτω τα ηχογραφικά του σχέδια. Και όντως. Το “Plays Well with Others” είναι ένα άψογο «διασκεδαστικό» άλμπουμ (συμμετέχουν ακόμη οι Mike Gurrola μπάσο και Jeff Hamilton ντραμς), μέσα από το οποίο δεν αποκαλύπτεται απλώς η πιανιστική ικανότητα του Jones, αλλά κυρίως ο τρόπος που διαμορφώνει το πρόγραμμά του· ένα πρόγραμμα υψηλής κλάσης, εντελώς προσαρμοσμένο στις απαιτήσεις της σάλας (των αιθουσών του Las Vegas ή των σαλονιών των σπιτιών μας). Απολαυστικός σε όλα τα κομμάτια που επιλέγει να παρουσιάσει, αλλά στα “Besame mucho” και “Corcovado” ξεφεύγει… Και κάτι ακόμη. Το σκίτσο του εξωφύλλου είναι εικονογραφημένο από τον David Silverman, τον σχεδιαστή των The Simpsons. Φαίνεται ε;
Μακρυά και κοντά, ταυτοχρόνως, με την λογική που διέπει το προηγούμενο CD, o κλαρινετίστας και τενόρο σαξοφωνίστας Ken Peplowski προτείνει ακόμη ένα άλμπουμ πλημμυρισμένο στα στάνταρντ, ενορχηστρωμένα με ξεχωριστή φροντίδα για μικρό σχήμα (πέραν του leader, ακούμε τους Ted Rosenthal πιάνο, Martin Wind μπάσο και Matt Wilson ντραμς). Το «κοντά» είναι ευνόητο. Παλαιό ή και… παλαιότερο ρεπερτόριο (jazz και pop) επανέρχεται στο προσκήνιο, μέσω ενός τρόπου (και τούτο είναι το «μακρυά», που δεν είναι ευνόητο) χαμηλόφωνου, «ζεστού» και αρκούντως περφεξιονιστικού. Με τα περισσότερα από τα κομμάτια να έχουν μέση διάρκεια, άρα δυνητικώς να μπορούν να φιλοξενήσουν συγκροτημένα soli, με τους αυτοσχεδιασμούς στο κλαρινέτο βασικά (αλλά και στο τενόρο) να εξελίσσονται μ’ έναν μελετημένο τρόπο, ως συνέχεια κατά κάποιον τρόπο των μελωδικών θεμάτων, και με τους υπόλοιπους μουσικούς να συμπαραστέκονται στον ρυθμικό κατά βάση ρόλο τους με άψογο τρόπο, το “Maybe September” [74125-2] είναι ένα CD που ξεχωρίζει. Ο Peplowski είναι σπουδαίος παίκτης· κάτι που φαίνεται παντού και κυρίως στον τρόπο που χειρίζεται (στο κλαρινέτο) την υπέροχη μελωδία τού “Without her” του Nilsson. Αυτό αρκεί.
Υπάρχουν πολλά σημαντικά τζαζ άλμπουμ με πρωταγωνιστή το φλάουτο – άλμπουμ των Eric Dolphy, Roland Kirk, Herbie Mann, Hubert Laws, Jerome Richardson κ.ά. Δεν ξέρω όμως σημαντικό τζαζ άλμπουμ –ναι σημαντικό τζαζ άλμπουμ– στο οποίο να πρωταγωνιστούν μόνο φλάουτα! Και μάλιστα σχεδόν 20(!), συν, μόλις, το απαραίτητο ρυθμικό τμήμα (πιάνο, μπάσο, ντραμς). Αυτό συμβαίνει στο πρόσφατο “Game Changer” [74124-2] των The Ali Ryerson Jazz Flute Big Band. Με 16 «δικούς του» φλαουτίστες, που χειρίζονται όλων των ειδών τα φλάουτα, συν τρεις διακεκριμένους guests (Holly Hofmann, Hubert Laws, Nestor Torres) και βεβαίως με κλασικό στάνταρντ ρεπερτόριο, ώστε να είναι εφιτκή κάθε δυνατή σύγκριση (και περαιτέρω κάθε κριτική), ο Ali Ryerson (φλαουτίστας ο ίδιος χειρίζεται C και άλτο φλάουτο) βουτάει στα βαθιά τη βοηθεία των ενορχηστρωτών του. Γιατί, εκεί παίζεται στην συγκεκριμένη περίπτωση το παν. Στο πώς θα συμπράξουν, θα «συμπέσουν» ή μη, τα πάσης φύσεως φλάουτα, προκειμένου ο ηχητικός όγκος να είναι σαφής και διαυγής· καθότι υπάρχουν «φλαουτικές» ομάδες που αναλαμβάνουν το μελωδικό κομμάτι, άλλες το σολιστικό και άλλες ακόμη και το ρυθμικό (σε ρόλο μπάσου ενίοτε). Πολλοί, λοιπόν, οι ενορχηστρωτές και σημαντικός ο ρόλος τους. Ας ξεκινήσω από τον Billy Kerr (φλαουτίστας ο ίδιος) και να συνεχίσω με τους Mike Wofford και Bill Cunliffe, τους Steve Rudolph και Mark Levine και τέλος τον Mike Abene (από την WDR Radio Big Band). Όλοι αυτοί συνεργάζονται προκειμένου το τελικό αποτέλεσμα να είναι εκείνο που πρέπει. Βεβαίως κάποιος θα ρωτήσει: «Ποιο είναι “εκείνο που πρέπει”; Έχει ξαναϋπάρξει τζαζ για τόσο πολλά φλάουτα; Έχουμε κάποιο προηγούμενο;». Τι να πω; Δεν ξέρω. Δεν μπορώ να θυμηθώ κάτι αυτή τη στιγμή. Εκείνο που ξέρω είναι πως ακούγοντας την “Pavane” του Gabriel Fauré, ένα από τα αγαπημένα μου κλασικά κομμάτια, μένω ενεός μπροστά στο κατόρθωμα να τιθασευτεί τούτη η θεσπέσια μελωδία, προκειμένου ένα αποδοθεί από ένα σύνολο οργάνων τής ιδίας «οικογένειας».
Όσοι έχουν ακούσει έστω και ελάχιστα κομμάτια των Steely Dan, για να μην πω έστω και ένα, θα έχουν σίγουρα αντιληφθεί πως το συγκρότημα των Walter Becker και Donald Fagen διατηρούσε τις… καλύτερες σχέσεις με την jazz. Και δεν είναι μόνον οι sessions τζαζίστες που έπαιρναν μέρος στις ηχογραφήσεις τους (Jerome Richardson, Victor Feldman, Ernie Watts, Plas Johnson, Phil Woods, Lee Ritenour, Wayne Shorter, Tom Scott, Pete Christlieb, Steve Gadd και πολλοί άλλοι), ήταν ακόμη και οι παραγωγές τους (π.χ. το “Apogee” των Pete Christlieb/ Warne Marsh Quintet το 1978) που απεδείκνυαν, πάντα, τον σχετικό ενθουσιασμό. Τι πιο φυσικό λοιπόν για ένα τζαζ συγκρότημα –οι Mark Masters Ensemble εν προκειμένω του bandleader και ενορχηστρωτή Mark Masters–, να δώσει τη δική του εκδοχή πάνω στις συνθέσεις του ιστορικού γκρουπ (υπάρχουν ακόμη;), διασκευάζοντας για μεγάλη ορχήστρα μερικά από τα πιο γνωστά κομμάτια τους. Αν και το Mark Masters Ensemble είναι ένα 12μελές σχήμα, αποτελούμενο από πρώτης κλάσης μουσικούς όπως τον βαρυτονίστα Gary Smulyan, στην πράξη επεκτείνεται αυτό, αφού οι guests (και τι guests!) δίνουν στο Everything You Did [74123-2] άλλη… εξώκοσμη βαρύτητα. Συγκρατείστε ονόματα: Oliver Lake, Sonny Simmons, Gary Foster, Billy Harper, Tim Hagans, Peter Erskine… και δεν τα γράφω όλα. Μ’ ένα τέτοιο σχήμα είναι κατανοητό γιατί το πράγμα μπορεί να ξεφύγει… Και όντως. Έχοντας στα χέρια τους ένα ασύγκριτο ρεπερτόριο, ήτοι μερικές από τις ωραιότερες συνθέσεις των Steely Dan –“Do it again”, “Kings”, “Fire in the hole” (από το “Cant Buy a Thrill” του 1972), “Bodhisattva”, “Show biz kids” (από το “Countdown to Ecstasy” του 1973), “Charlie freak” (από το “Pretzel Logic” του 1974), “Chain lightning” (από το “Katy Lied” του 1975), “Black cow”, “Aja”, “Josie” (από το “Aja” του 1977)– οι Mark Masters Ensemble αντιμετωπίζουν με αγάπη, γνώση και ενθουσιασμό το υλικό τους, μετατρέποντάς το σε απαράμιλλο jazz songbook, δίχως ποτέ να ξεφεύγουν προς την μεγαλοστομία ή την εκζήτηση. Τι να πει κανείς για το… down tempo τού “Do it again” (έξοχη διασκευή, που δίνει μία άλλη, κρυμμένη, διάσταση του θρυλικού κομματιού), ή για το “Black cow” (ως μόνο τραγούδι του CD, με τη φωνή της Anna Mjöll και τα vibes του Brad Dutz να προσφέρουν μία noir «γλύκα» – ερμηνεία εντελώς διαφορετική από ’κείνη του Donald Fagen); Τίποτα απολύτως. Τα λόγια είναι περιττά. ΤoEverything You Did” είναι ένα tribute άλμπουμ με ουσιαστικό λόγον ύπαρξης.
Διαβάζω τα ονόματα των μουσικών που συμμετέχουν στο άλμπουμ Just Play!” [74122-2] του κοντραμπασίστα Tom Kennedy… και μένω. Dave Weckl ντραμς, Renee Rosnes πιάνο, George Garzone τενόρο σαξόφωνο, Mike Stern κιθάρες, Tim Hagans τρομπέτα, Lee Ritenour κιθάρες, John Allred τρομπόνι, Steve Wirts τενόρο σαξόφωνο. Πολλοί εξ αυτών «ονόματα» (και για τους έλληνες ακροατές), προσφέρουν το κάτι παραπάνω στην ηχογράφηση του “Just Play!” αναδεικνύοντάς το προς όλες τις δυνατές διαστάσεις. Κατ’ αρχάς έχουμε να κάνουμε μ’ ένα πλήρως απολαυστικό CD, κάτι πολύ σημαντικό από μόνο του. “Just Play!” (το μαρτυρά και ο τίτλος του εξάλλου), ήτοι συναρπαστικά παιξίματα απ’ όλους ανεξαιρέτως τους μουσικούς, με πρώτον τον ίδιον τον Kennedy, που σε κάθε track δεν παραλείπει να δώσει ένα μικρό ή μεγαλύτερο σόλο. Έπειτα, ένα υπεράνω υποψίας ρεπερτόριο (συνθέσεις των Sonny Rollins, Bobby Timmons, Freddie Hubbard, Duke Ellington, Cedar Walton κ.ά.), που εξασφαλίζει όχι μόνο το άμεσον του πράγματος, αλλά και την δυνατότητα ν’ ακουστούν πολύ-αγαπημένες συνθέσεις (με πρώτη όλων το “Moanin’”) από σημερινούς οργανοπαίκτες, μ’ έναν τρόπο που εκμηδενίζει τα χρονικά χάντικαπ. Ακούγοντας φερ’ ειπείν το σόλο του Kennedy στο “Bolivia” του Cedar Walton, αλλά και την επικοινωνία του με τον Weckl δεν μπορεί παρά να μείνει άφωνος από το εξωφρενικό groove, που παράγουν ένα ή δύο μόνον (ρυθμικά) όργανα. Όπως εύστοχα παρατηρεί και το αφεντικό της Capri Records, ο Thomas Burns, μιλώντας για τον τρόπο του Kennedy: «Πρώτη φορά δούλεψα με τον Kennedy στο ‘In Search of…’ του Ken Peplowski. Έμεινα έκπληκτος με το παίξιμο και την ικανότητά του να επικοινωνεί αμέσως με όλους τους υπολοίπους παίκτες της παρέας. Οι περισσότεροι μπασίστες που έχω ακούσει συνήθως μιμούνται το στυλ κάποιου άλλου. Ενώ όμως ο Tom είναι βαθύτατα επηρεασμένος από τον Ray Brown και τον Paul Chambers, τα σόλι του μοιάζουν μ’ εκείνα ενός horn player». Ηχογραφημένο τον Σεπτέμβριο του ’12 στην Νέα Υόρκη το “Just Play!” είναι ένα εξόχως αντάξιο των ονομάτων του άλμπουμ.
Το όνομα του πιανίστα Mike Wofford μπορεί να μην είναι και τόσο οικείο, είναι όμως από ’κείνα που έχουν γράψει τη δική τους «λεπτή» ιστορία στο χώρο της jazz και της ευρείας pop. Αρκεί να πω πως ο Wofford συνεργάζεται από τα sixties ήδη με τους Chet Baker, Art Pepper και Shelly Manne μεταξύ άλλων, και ακόμη (στην πορεία) με τους Quincy Jones, Oliver Nelson, Joan Baez, Harry Nilsson και John Lennon. Επίσης, έγινε ξακουστός ως πιανίστας και ενορχηστρωτής των γκρουπ που συνόδευαν δύο από τις πιο διάσημες φωνές στην ιστορία τoυ jazz singing, την Sarah Vaughan στα 70s και την Ella Fitzgerlad στα 90s. Με καριέρα που ξεπερνά την 50ετία, ο 75χρονος σήμερα πιανίστας έχει έτοιμο προσωπικό σόλο-πιάνο CD (ένα από τα λίγα, σχετικώς, στην δισκογραφία του), μέσω του οποίου προβάλλει και το συνθετικό έργο του, αλλά και τον τρόπο που αντιλαμβάνεται και αντιμετωπίζει τα στάνταρντ. Το Its Personal [74121-2] ανοίγει με το “Little Melonae” του Jackie McLean, για να περάσει από το “The eighth veil” των Ellington/Strayhorn (μετατρέποντάς το από ένα χορευτικό, με στοιχεία latin, track, σε μια έξοχη ρομαντική μπαλάντα), φθάνοντας σταδιακώς στο “Nicas tempo” του Gigi Gryce και στο “Once in a lifetime” – στο οποίον εκπλήσσει με το εμπνευσμένο medley των “Once in a lifetime” των Newley/Bricusse και… “Once in a lifetime” των Talking Heads! Ενδιαμέσως, τέσσερις συνθέσεις του Wofford καταδεικνύουν τη δεινότητα τού παίκτη όχι μόνο στην δημιουργία «χαλαρών» στιγμών (“Its personal), μα και εντόνων αφηγηματικών πιανιστικών ατμοσφαιρών (“Cole Porter”), που λειτουργούν, βασικά, ως το επιστέγασμα μιας πολυκύμαντης καριέρας.
Ο Chip Stephens είναι ένας πιανίστας με περγαμηνές, αφού έχει υπάρξει μέλος των big bands των Woody Herman και Maynard Ferguson, έχοντας συνεργαστεί με τους Clark Terry, Benny Golson, Kenny Burrell, Charlie Haden και διαφόρους άλλους. Το Relevancy[74120-2] είναι το πιο πρόσφατο piano-trio άλμπουμ του (Dennis Carroll μπάσο, Joel Spencer ντραμς), ένα 66λεπτο CD, δια του οποίου ο Stephens περιγράφει (ή ανακαλεί), μέσω δικών του συνθέσεων ή μέσω versions, συγκεκριμένες ψυχικές καταστάσεις. Το 2008 ο Stephens (μαζί με τα δύο παιδιά του) είχε ένα σοβαρότατο αυτοκινητικό ατύχημα, γλιτώνοντας στο τσακ τη ζωή του. Η «σχετικότητα» αυτό ακριβώς ανακαλεί. Το πώς δηλαδή μπορεί να αλλάζει η καθημερινότητα από τη μια στιγμή στην άλλη και πως εν τέλει θα πρέπει να πιστεύεις στα «θαύματα», όταν κατορθώνεις να επιβιώσεις από ένα πολυήμερο κώμα, αποφεύγοντας στην πορεία ακόμη και την αναπηρία. Η πίστη με άλλα λόγια στην καλή πλευρά της… σχετικότητας (και βασικά στην αγάπη) είναι ό,τι βγαίνει πάνω από τις συνθέσεις του πιανίστα – όπως, για παράδειγμα, στα αποκαλυπτικά “Somewhere before the end” και “A day in May”, δύο κομμάτια που μπορεί να επαναφέρουν στο τώρα οδυνηρές (για τον Stephens) εμπειρίες, μετεξελίσσονται όμως στη διαδρομή σε ύμνους για τη ζωή.
Επαφή: www.caprirecords.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου