Τρίτη 11 Φεβρουαρίου 2014

ο WILLIAM S. BURROUGHS και η Ελλάδα - κείμενα για τον ΟΥΙΛΙΑΜ ΜΠΑΡΟΟΥΖ στην Ελλάδα των 70s

Πότε γεννήθηκες; Πότε πέθανες; Πέρασαν πενήντα ή εκατό χρόνια από τη γέννησή σου; Τριάντα ή πενήντα από το θάνατό σου; Είναι ευκαιρία να σε θυμηθούμε…
Κακό δεν είναι να θυμάται κανείς, με πάσα αφορμή. Κακό, δηλαδή αδιάφορο, είναι όταν όσα γράφει συμπληρώνουν, απλώς, σελίδες σε κανονικά ή ηλεκτρονικά περιοδικά, δίχως να προσφέρεται κάτι καινούριο. Όταν, δηλαδή, αναπαράγονται τα ίδια και τα ίδια –όταν αναπαράγονται τα… λιγότερο ίδια έχει ένα νόημα–, όταν ξανα-αναλύονται τα αναλυμένα από κάποιους που νομίζουν ότι γράφουν εκθέσεις (πάμε για… γερούς βαθμούς στο τρίμηνο), όταν δεν προστίθεται κάτι παραπάνω στα ήδη από καιρό γνωστά. Όσα θα διαβάσετε παρακάτω σχετικά με τον Γουίλιαμ ή και… Ουίλιαμ Μπάροουζ και την Ελλάδα δεν είναι «εντελώς άγνωστα», αν και ορισμένα ίσως είναι «σχεδόν άγνωστα», ούτε υποστηρίζω πως ανακάλυψα τον… τροχό μαζί με την πυρίτιδα, αλλά επειδή είμαι Έλληνας (τιμή μου και καμάρι μου δηλαδή) δεν θέλω να γράφω σαν να είμαι… Αμερικάνος (αυτή είναι η ουσία). Άμα θέλω Αγγλοαμερικάνους διαβάζω τους… κανονικούς (Barry Miles, James Grauerholz, William T. Lawlor και πάει λέγοντας…), που δεν είναι απλώς αυθεντικοί, αλλά λένε και πράγματα ουσίας δίχως να γράφουν για να πουλήσουν μούρη. Εδώ πέρα μερικοί δημοσιεύουν, χρησιμοποιώντας την γραφή ως μέσον, για να ρίξουν καμμιά γκόμενα. Δεν βαρέθηκαν; Όχι τις γκόμενες. Τον τρόπο για να τις ρίξουν…
Δεν είχα κατά νου πως ο Burroughs ήρθε στη ζωή εκατό χρόνια πριν, τέτοιες ημέρες (5/2/1914), και φυσικά δεν περίμενα με τα… κείμενα στο χέρι, για να δημοσιεύσω κι εγώ το κάτι τι μου (την 5/2/2014) την… ώρα που γεννήθηκε. Εξάλλου, έχω τη γνώμη πως η «γέννηση» κάποιου (διασήμου στην πορεία της ζωής του) δεν είναι συμβατός λόγος «εορτασμού». Απεναντίας ο «θάνατος» είναι, επειδή ως τέτοιος ολοκληρώνει τη ζωή, άρα και το έργο ή την όποια προσφορά του καθενός. Επίσης, ένα κάποιο νόημα θα έβλεπα στα… 50 χρόνια από την έκδοση του Junky ή του Naked Lunch (αν μιλάμε για τον Burroughs), τον εορτασμό δηλαδή που παίρνει αφορμή από την πρώτη έκδοση δύο αναγνωρισμένων βιβλίων του συγγραφέα. Ας είναι… Όσα θα γράψω στη συνέχεια, λοιπόν, τα γράφω επειδή διάβασα εσχάτως κάμποσα ελληνικά κείμενα για τον Αμερικανό (το κάπως πιο ενδιαφέρον, απ’ όσα έπεσαν στην αντίληψή μου, ήταν του Δημήτρη Πολιτάκη στο popaganda.gr) και βεβαίως γιατί θέλω κι εγώ να μεταφέρω κάτι, που να έχει όμως ένα ελληνικό νόημα.

Ο William Burroughs στην οδό Gît-le-Cœur στο Παρίσι (στον δρόμο αυτό βρισκόταν το Beat Hotel). Η φωτογραφία είναι του σκηνοθέτη Antony Balch και προέρχεται από το αμερικανικό περιοδικό RE/Search #4/5 του 1982.
Κατ’ αρχάς εκείνο που κάνει εντύπωση (τουλάχιστον κάνει εντύπωση σ’ εμένα) –μάλλον είναι τυχαίο το γεγονός, ok– είναι πως και τις δύο φορές που πάτησε το πόδι του στην Ελλάδα ο Burroughs είχαμε μη ομαλές πολιτικές καταστάσεις. Την πρώτη φορά, τον Αύγουστο του 1937 υπήρχε η δικτατορία του Μεταξά και την δεύτερη, το 1973, η στρατιωτική χούντα.
Ο Αμερικανός είχε βρεθεί κατά πρώτον στην Ευρώπη το 1936 ως απόφοιτος του Harvard (είχε σπουδάσει Αγγλική Φιλολογία), με σκοπό να συνεχίσει τις σπουδές του στην Ιατρική (στη Βιέννη). Στην πορεία ακολουθώντας την διαδρομή Βοστώνη - Παρίσι - Ντουμπρόβνικ - Βιέννη - Πράγα - Αλβανία φθάνει εν τέλει στην Αθήνα! Τούτο αναφέρει ο James Grauerholz, ο άνθρωπος που βρέθηκε δίπλα στον Burroughs από το 1974 και ο οποίος μελετά, ταξινομεί και διαχειρίζεται το έργο του, σε μια συνέντευξή του στην εφημερίδα Το Βήμα (Λουίζα Αρκουμανέα, 25/6/2000). Στο Ντουμπρόβνικ (Βασίλειο της Γιουγκοσλαβίας) ο Burroughs θα γνωριστεί με την κυνηγημένη από τους Nazi Γερμανοεβραία Ilse Herzfeld Klapper, την οποίαν και θα παντρευτεί τελικώς στην Αμερικανική Πρεσβεία της Αθήνας(!), την 2/8/1937 (βλ. William T. Lawlor Beat Culture: Lifestyles, Icons and Impact, ABC-CLIO, Inc., Santa Barbara 2005 και Barry Miles Ουίλιαμ Μπάροουζ/ El Hombre Invisible, Απόπειρα, Αθήνα 2008).
Το 1973, όπως γράφουν (και) οι James Grauerholz and Ira Silverberg (introduction by Ann Douglas) στο βιβλίο τους Word Virus/ The William S. Burroughs reader [Grove Press, New York 1998], ο William Burroughs θα επισκεφθεί ξανά την Ελλάδα (την Αθήνα και τις Σπέτσες), μαζί με τον τότε εραστή του John Brady με βασικό σκοπό να συναντήσει τον Alan Ansen, αλλά και για να… απολαύσει τα ούζα του. Ο Ansen, που ζούσε ήδη από τα χρόνια του ’60 στη χώρα μας (πέθανε στην Αθήνα, 84 ετών, το 2006) και που γνώριζε εκ του σύνεγγυς όλη την παρέα των beats (είναι πολύ χαρακτηριστική μια πόζα από την Ταγγέρη του 1961 με τους Peter Orlovsky, William Burroughs, Allen Ginsberg, Alan Ansen, Paul Bowles, Gregory Corso και Ian Sommerville), ήταν εκείνος που είχε δακτυλογραφήσει το χειρόγραφο του Naked Lunch στην Ταγγέρη το 1957 (αν όχι όλο, σίγουρα ένα μεγάλο μέρος του). Φαίνεται, λοιπόν, πως εκείνη την περίοδο (1973) ο Burroughs αντιμετώπιζε κάποια οικονομικά προβλήματα και με τη βοήθεια του Barry Miles (συγγραφέας, εκδότης και βιβλιοπώλης, με ισχυρή παρουσία στο λονδρέζικο underground) προσπαθούσε να συγκεντρώσει πρωτότυπο υλικό για τη δημιουργία ενός συνολικού καταλόγου του έργου του. Κάπως έτσι αναζητήθηκαν και τα πρωτότυπα του Naked Lunch στην Αθήνα (ή τις Σπέτσες). Ο κατάλογος που κυκλοφόρησε σε περιορισμένη έκδοση ως… William S. Burroughs, A Descriptive Catalogue of the William S. Burroughs Archive [compiled by Miles Associates for William Burroughs and Brion Gysin, London 1973], είναι σίγουρο πως απέφερε στον συγγραφέα κάποια επιπλέον χρήματα. Μάλιστα, οι Σπέτσες, ως χώρος, φαίνεται πως είχαν ιδιαίτερο νόημα για ’κείνον με αποτέλεσμα το νησί να… πρωταγωνιστήσει σ’ ένα από τα τελευταία σημαντικά βιβλία τού αμερικανού συγγραφέα, το Cities of the Red Night (1981), που τυπώθηκε και στην Ελλάδα ως Οι Πόλεις της Κόκκινης Νύχτας [Απόπειρα, Αθήνα 1987].
Ο αμερικανός ντέντεκτιβ Κλεμ Γουίλιαμσον Σνάιντ ψάχνει τον γιο κάποιου Γκριν, που εμφανίστηκε για τελευταία φορά στις Σπέτσες, δίχως να δώσει έκτοτε άλλα σημεία ζωής. Ό,τι ακολουθεί μοιάζει σαν από σενάριο ταινίας του Ηλία Μυλωνάκου… 
– Η πρεσβεία στην Αθήνα δε μας βοήθησε καθόλου, είπε ο κύριος Γκριν.(…) Μας παρέπεμψαν στην ελληνική αστυνομία. Ευτυχώς βρήκαμε εκεί κάποιον που μιλάει αγγλικά [sic]. 
– Αυτός πρέπει να είναι ο συνταγματάρχης Δημήτρης (σ.σ. λέει ο Σνάιντ). (…) 
Από το Χίλτον στην Αθήνα τηλεφώνησα στο Δημήτρη και του είπα πως ψάχνω τον νεαρό Γκριν.
– Α ναι… έχουμε τόσες πολλές περιπτώσεις… κι ο χρόνος και τα μέσα μας είναι περιορισμένα. 
– Καταλαβαίνω. Μα έχω ένα κακό προαίσθημα αυτή τη φορά. Είχε μερικές ιδιόρρυθμες συνήθειες.
– Σαδομαζοχισμός; 
– Περίπου… και διασυνδέσεις με τον υπόκοσμο…
Δεν θα ήθελα να κάνω λόγο για κόκα στο τηλέφωνο. 
– Αν ανακαλύψω τίποτα θα σας ειδοποιήσω.
– Ευχαριστώ. Φεύγω για τις Σπέτσες αύριο να ρίξω μια ματιά. Θα γυρίσω την Πέμπτη… 
Τηλεφώνησα στο Σκούρα στις Σπέτσες. Είναι ο τουριστικός πράκτορας εκεί. Έχει ή μισθώνει βίλες και νοικιάζει διαμερίσματα στη διάρκεια της σεζόν. Οργανώνει εκδρομές. Η ντισκοτέκ είναι δική του. Είναι ο πρώτος άνθρωπος που βλέπει κάθε ταξιδιώτης που φτάνει στις Σπέτσες, καθώς κι ο τελευταίος, μια που έχει και το πρακτορείο εισιτηρίων. (σ.σ. κάτι σαν τον… φαρμακογιατροξενοδόχο του Πόρου στο «Τύφλα Νάχη ο Μάρλον Μπράντο»).
– Ναι ξέρω. Με πήρε ο Δημήτρης. Ευχαρίστως να βοηθήσω αν μπορώ. Χρειάζεστε δωμάτιο; 
– Αν γίνεται θα ήθελα το δωμάτιο που είχε ο νεαρός.
– Μπορείτε να πάρετε όποιο δωμάτιο θέλετε… η σεζόν έχει τελειώσει. 
Να και μια φορά που το «δελφίνι» λειτουργούσε. Ήμουν τυχερός. Το «δελφίνι» κάνει μια ώρα και το πλοίο έξι[sic].
Πότε ήταν η πρώτη φορά που δημοσιεύτηκε ένα κείμενο του Burroughs στη γλώσσα μας; Δεν ξέρω, δεν παίρνω όρκο. Πάντως το παλαιότερο που γνωρίζω προέρχεται από το περιοδικό Κούρος του Λεωνίδα Χρηστάκη (τεύχος 12, Νοέμβρης 1972). Εκεί, ο Κώστας Θεοφιλόπουλος μεταφράζει ένα απόσπασμα από το βιβλίο The Marihuana Papers/ Edited by David Solomon [New American Library, 1966] με κείμενα των Timothy Leary, Charles Baudelaire, Paul Bowles, Allen Ginsberg, Terry Southern, William S. Burroughs και άλλων, ένα βιβλίο …«που πουλιέται ελεύθερα στην Ελλάδα» (αυτό σημειώνει ο Θεοφιλόπουλος το 1972, δεν το λέω εγώ). Το απόσπασμα έχει τίτλο Points of distinction between sedative and consciousness-expanding drugs (δηλ. Σημεία διακρίσεως μεταξύ κατασταλτικών και φαρμάκων διευρύνσεως του πεδίου συνειδήσεως) και ανήκει βεβαίως στον William Burroughs. Το κείμενο είναι πολύ σημαντικό (και μπράβο, έστω και μετά από 42 χρόνια, στην επιλογή του έλληνα μεταφραστή, αλλά και στον εκδότη που το δημοσίευσε) όχι μόνο γιατί δεν τσουβαλιάζει όλα τα drugs μαζί, αλλά και γιατί δίνει μία πολύ σοβαρή επεξήγηση του τι σημαίνει… ψυχεδελική τέχνη. Στη μουσική, στο σινεμά, στη λογοτεχνία παντού. Μεταφέρω ένα απόσπασμα, επειδή στην Ελλάδα επικρατεί ακόμη και σήμερα σύγχυση εν σχέσει με το θέμα, με τους πάσης φύσεως… γεροξούρες (αφήνω τους πιτσιρικάδες, που, ας πούμε, ότι δικαιολογούνται) να λένε μονίμως κοτσάνες. Προσφάτως, εξάλλου, δέχτηκα «μαρκάρισμα» εδώ στο δισκορυχείον για να πω τι είναι «ψυχεδέλεια» (παρότι έχω ήδη γράψει σχετικώς), από άτομο που κατά βάση ήθελε δολίως να μάθει – γιατί από το σχόλιό του έδειχνε πως εκτός από κακοπροαίρετος ήταν και στούρνος. Ήταν κάποιος… Π. (αγνώστων, ας πούμε, λοιπών στοιχείων), ο οποίος με προκαλούσε να δώσω τον ορισμό της ψυχεδελικής μουσικής, επειδή είχα γράψει πως η «Σαλούνα» (1968) των Βορρείων δεν είχε καμμία σχέση με την ψυχεδέλεια (το σχετικό σχόλιο από την 20/12/2013 δεν το δημοσίευσα – το έχω όμως στην «αποθήκη»). Τι λέει ο Burroughs λοιπόν (οι εμφάσεις δικές μου):
«Πρέπει να θεωρηθεί ατυχές το γεγονός ότι το cannabis (ο λατινικός όρος που χρησιμοποιείται για τα παρασκευάσματα που προέρχονται από το φυτό της ινδικής καννάβεως όπως η μαριχουάνα και το χασίς) που είναι κατά πάσα βεβαιότητα το πλέον αβλαβές μεταξύ των παραισθησιογόνων φαρμάκων, υπόκειται στις αυστηρότερες ποινικές κυρώσεις. Χωρίς αμφιβολία αυτό το φάρμακο είναι πολύ χρήσιμο στον καλλιτέχνη (σ.σ. σε κάποιον που είναι ήδη καλλιτέχνης δηλαδή), διότι θέτει σε λειτουργία αλύσους συνειρμών οι οποίοι άλλως θα παρέμεναν απρόσιτοι. Και προσωπικά μπορώ να πω, ότι πολλά από τα επεισόδια στο Γυμνό Γεύμα οφείλονται κατά άμεσο τρόπο στη χρήση καννάβεως. Τα οπιοειδή αντιθέτως (σ.σ. ηρωίνη, μορφίνη κ.λπ.), εφ’ όσον ενεργούν στο να ελαττώνουν την επίγνωση του περιβάλλοντος και των σωματικών λειτουργιών, μπορούν να είναι μόνο ένα εμπόδιο για τον καλλιτέχνη. Η κάνναβις εξυπηρετεί στο να οδηγήσει το άτομο σε ψυχικούς χώρους που κατόπιν μπορεί να γίνουν προσιτοί και χωρίς αυτήν. Τα τελευταία χρόνια έχω αραιώσει χρονικά τη χρήση καννάβεως και έχω παρατηρήσει ότι μου είναι δυνατό να επιτύχω τα ίδια αποτελέσματα χωρίς χημικά μέσα: φωτεινοί ερεθισμοί, μουσική με ακουστικά, cut-ups, fold-ins των κειμένων μου και κυρίως εξασκώντας τον εαυτό μου στο να σκέπτεται μέσω συνειρμών, αντί μέσω λέξεων».
Ποια είναι τα συμπεράσματα που εξάγονται από τα λόγια του Burroughs; Πρώτον, πως «ηρωίνη» και «ψυχεδελική τέχνη» είναι καταστάσεις που κινούνται σε εντελώς αντίθετες κατευθύνσεις. Ήτοι, μακριά και αλάργα από τις κωλοενέσεις και συμπόνια για τα άρρωστα-χαϊβάνια. Δεύτερον, πως ψυχεδελική τέχνη μπορεί να παραχθεί, οποτεδήποτε φυσικά (όχι μόνο στα sixties και στα... καλοκαίρια της αγάπης), ακόμη και χωρίς την χρήση των παραισθησιογόνων, από καλλιτέχνες δηλαδή που έχουν το ταλέντο, το χάρισμα, να μπορούν στη διαδρομή να «αυτενεργήσουν», βρίσκοντας προσωπικούς τρόπους έμπνευσης. Το μοναδικό που, αυστηρώς, προϋποθέτει η ψυχεδελική μουσική είναι το καλλιτεχνικό ταλέντο (να είσαι καλλιτέχνης δηλαδή και όχι σαχλαμάρας). Αν κάποιος διαθέτει το ταλέντο, μπορεί η χρήση ορισμένων ουσιών να τον βοηθήσει να πάει παραπέρα (ο Burroughs βοηθήθηκε γιατί ήταν… Burroughs και όχι… μπαρμπα-Μπρίλιος), εκεί όπου θα μπορεί να μεταφερθεί, στη διαδρομή, και χωρίς την αρωγή τους. Εν ολίγοις; Οι ουσίες μπορεί να μην είναι καν απαραίτητες για την παραγωγή ψυχεδελικής μουσικής (και ψυχεδελικής τέχνης γενικότερα), από τη στιγμή που υπάρχει το δημιουργικό υπόβαθρο.
Ένα δεύτερο κείμενο του William Burroughs (δεύτερο βάσει όσων εγώ γνωρίζω), που δημοσιεύτηκε σε ελληνικό περιοδικό στα seventies –πριν δηλαδή από το 1981, όταν εκδόθηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα ένα ολάκερο βιβλίο του, που δεν ήταν άλλο από το Junky στις εκδόσεις Απόπειρα– ήταν Η Αόρατη Γενιά σε επιλογή και επιμέλεια του Σάκη Παπαδημητρίου και μετάφραση της Κλαίτης Σωτηριάδου. Το κείμενο προερχόταν από το βιβλίο The Ticket that Exploded, το οποίον είχε εκδοθεί στη Γαλλία, στις εκδόσεις Olympia Press του Maurice Girodias το 1962. Η μετάφραση είχε εμφανιστεί για πρώτη φορά στο περιοδικό Διαγώνιος του Ντίνου Χριστιανόπουλου (#10, Ιανουάριος - Απρίλιος 1975) και ξανά στο Jazz & Τζαζ (#26, 5/1995). Το κείμενο αυτό στηρίζεται σ’ ένα «μπαροουζ-ικό» αξίωμα πως η ακοή προηγείται της όρασης και πως… ό,τι βλέπουμε προσδιορίζεται σε μεγάλο ποσοστό από εκείνα που έχουμε ακούσει ή ακούμε. Ο Burroughs πλέκει εδώ το εγκώμιο της ηχητικής… μονταζιέρας, που δεν είναι άλλη από το μαγνητόφωνο, δίνοντας όλες τις διαστάσεις του καινούριου «οργάνου», που θα μπορούσε να γίνει (κατά πώς τα γράφει το 1962) το εικόνισμα ενός νέου κυνισμού (ευτυχώς, την ψιλογλιτώσαμε, αν και ο… Edward Snowden μπορεί να έχει άλλη άποψη). Αυτή είναι η αγαθή πλευρά της ιστορίας: «πάρε ένα μαγνητόφωνο και ηχογράφησε όλα τα πιο άσκημα πιο ανόητα πράγματα  ανακάτεψε τις άσκημες ταινίες σου επιτάχυνε επιβράδυνε παίξε ανάποδα ιντσάρισε την ταινία  θ’ ακούσεις μιαν άσκημη φωνή και θα δεις πως ένα άσκημο πνεύμα είναι φτιαγμένο από παλιές άσκημες προηχογραφήσεις  όσο περισσότερο ξαναπαίξεις τις ταινίες και τις κομματιάζεις τόσο πιο λίγη δύναμη θα έχουν  σκόρπισε τις προηχογραφήσεις στο κενό στον καθαρό αέρα».
Στο τεύχος 5 του περιοδικού Σήμα (Ιούνιος 1975, εκδότης ο Νίκος Παπαδάκις) με τις… ανοικονόμητες διαστάσεις (πιο τεράστιο δεν γινόταν), το οποίον ήταν αφιερωμένο στον Τάκη Βασιλάκη (Takis), υπάρχει ένα κείμενο του William Burroughs για τον έλληνα γλύπτη. Η πρωτότυπη πηγή δεν αναφέρεται, αλλά, πολύ πιθανώς, να πρόκειται για ένα «ιταλικό» κείμενο του Burroughs, που υπήρχε στο πρόγραμμα της έκθεσης έργων του Τάκη στην γκαλερί Schwarz στο Μιλάνο (14/4-4/5/1962). Φυσικά, το κείμενο μπορεί να είχε προϋπάρξει στην γαλλική ή και στην αγγλική, αφού ο Burroughs έγραφε για τον Τάκη ήδη από το Παρίσι (1960). Σχετικό άσχετο. Υπάρχει, επίσης, κείμενο του Ginsberg για τον Τάκη, όπως και ποίημα του Gregory Corso (Νέα Υόρκη, Μάιος 1967) αφιερωμένο στον έλληνα καλλιτέχνη, που έχει τίτλο “Purple Subway Ride (based on the works of Takis)” και το οποίον μεταφράζεται στο Σήμα όπως-όπως. Σ’ ένα επόμενο τεύχος του Σήματος, το υπ’ αριθμόν 9 (αφιέρωμα η ΣΚΗΝΗ), ο Δημήτρης Πουλικάκος υπογράφει ένα κείμενο (καλύτερα μια μετάφραση) για τον William Burroughs που τιτλοφορείται Η Δουλειά (The Job). Πρόκειται για ένα απόσπασμα συνέντευξης του αμερικανού λογοτέχνη στον Daniel Odier (Λονδίνο, 10/1968). Υπάρχει, μάλιστα, και ολόκληρο βιβλίο με τις συνεντεύξεις του Burroughs στον Odier με τον ίδιον ακριβώς τίτλο (The Job). Το βιβλίο πρωτοβγήκε στην Αμερική στις εκδόσεις Grove Press το 1974, αν και, μάλλον, η πρώτη έκδοση είναι γαλλική από το 1969. Ο Πουλικάκος έχει επιλέξει ένα ενδιαφέρον απόσπασμα, εκεί όπου, μεταξύ άλλων, ο Burroughs λέει: «Νομίζω πως η λογοκρισία, οποιαδήποτε μορφή λογοκρισίας, πρέπει να καταργηθεί. Δε νομίζω πως αυτά που λέτε ‘πρόστυχα βιβλία’ ενέπνευσαν ποτέ σε κανέναν να κάνει έγκλημα πιο σοβαρό από τη μαλακία. Αλλά υπάρχει ένα είδος γραφτού που πράγματι κάνει τους ανθρώπους να εγκληματούνε κι αυτό είναι το γράψιμο που γίνεται στον παγκόσμιο Τύπο.(…) Η δικαιολογία για τη λογοκρισία στη λογοτεχνία, ότι οδηγεί τον κόσμο στο έγκλημα, είναι τελείως γελοία, αν λάβουμε υπ’ όψι μας τα εγκλήματα που γίνονται καθημερινά από ανθρώπους, που τους ήρθε η ιδέα διαβάζοντας κάτι παρεμφερές στις εφημερίδες. Και η τηλεόραση εξ ίσου κακό κάνει γιατί σ’ αυτό το μέσο, εκτός απ’ τα σκηνοθετημένα προγράμματα έχουμε και προγράμματα επικαίρων, πράγματα που συμβαίνουνε αλήθεια.(…) Κανείς δεν τρέχει να κάνει έγκλημα μόλις διαβάσει την Agatha Christie, αλλά σίγουρα κάνουνε φόνους αφού διαβάσουνε για κάποιο φόνο στις εφημερίδες». Στο ίδιο, επίσης, τεύχος (το #9) ο Σπύρος Μεϊμάρης δημοσιεύει ποίημα υπό τον τίτλο… Ζήτω ο Burroughs κι’ ο Mozart. Ένα απόσπασμα: «Στέκομαι κουτσός στη μέση της Πόλης κι’ εξαφανίζομαι/ με πλατύ Χαμόγελο στα σκούρα χείλη, Λυγμούς στο στομάχι/ Στα Άστρα των Μυριάδων …. ανήκει η κατάκοπη καρδιά μου/ Κι’ εγώ όλος χαρά με κατακόκκινα καυτά αυτιά σκούζω σαν τρελλός/ την προσευχή μου της Μαθηματικής Απολυτότητας».
Ένα επόμενο «ελληνικό» κείμενο του Burroughs από τα χρόνια του ’70 εμφανίστηκε στο βιβλίο Τηλεφυματίωση [Πολιτεία, Αθήνα 1976], στο οποίο υπήρχαν εργασίες των Claude Pélieu, Carl Weissner, William S. Burroughs και Τέου Ρόμβου. Τα τρία πρώτα κείμενα (των Pélieu, Weissner και Burroughs) είχαν εκδοθεί υπό τον αρχικό τίτλο So Who Owns Death TV? [Beach Books Texts & Documents, San Francisco 1967] και η μετάφρασή τους, για την ελληνική έκδοση, είχε γίνει από τον Τέο Ρόμβο (υπάρχει βεβαίως και το βιβλίο Σε Ποιον Ανήκει Λοιπόν η Θανατηφόρος TV; Στον Ελεύθερο Τύπο από το 1983). Το κείμενο του Burroughs είχε τίτλο Αρνητικό Ημερολόγιο Τελευταίων Ημερών και είναι ένα κλασικό cut-up, από το οποίο δεν είναι εύκολα να βγουν γενικά συμπεράσματα.
Στο πρώιμο Ιδεοδρόμιο, επίσης, υπήρξαν αναφορές στον William S. Burroughs. Στο διπλό τεύχος 16+17 (4/12/1978) δημοσιεύεται ο… Υγειονομικός Υπάλληλος. Το τεύχος δεν το έχω – ας υποθέσω λοιπόν πως πρόκειται για κάποιο απόσπασμα από το Exterminator! (1973), που κυκλοφόρησε στη γλώσσα μας ως Απολυμαντής! [Ελεύθερος Τύπος, Αθήνα 1982 και Απόπειρα, Αθήνα 1992]. Στο τεύχος 29 επίσης (18/6/1979), το… σχετικά με τους μπητ, υπάρχει μεταφρασμένο (από τη σύνταξη του Ιδεοδρόμιου) κείμενο του Brian Freeman υπό τον τίτλο Φτάνοντας με τον Μπάροουζ – δημοσιευμένο στο καναδικό περιοδικό… Frontines (“Frontines” δεν σημαίνει τίποτα, μάλλον για… Frontlines επρόκειτο). Το κείμενο είναι βιογραφικό κι έχει ένα νόημα για την εποχή που δημοσιεύτηκε, παρότι ο Brion Gysin (Μπράιον Γκάιζιν) αποδίδεται ως… Μάριον Γκίσιν και ο αμερικανός (γκέι) χορευτής και χορογράφος Merce Cunningham γίνεται… η χορεύτρια Μερς Κάνινχαμμ (ένας ακούσιος «αυριανισμός»).
Και κάτι ακόμη. Πότε ακούστηκε, ας πούμε με κάπως επίσημο τρόπο, για πρώτη φορά το όνομα του Burroughs στην Ελλάδα; Πριν λίγες ημέρες συζητώντας με τον Νεκτάριο Παπαδημητρίου μου μίλησε για ένα happening που είχε λάβει χώρα το 1963 στο Συμπόσιον στην Πλάκα, και το οποίον είχαν οργανώσει οι Πάνος Κουτρουμπούσης και Δημήτρης Πουλικάκος. Εκεί, ανάμεσα σε άλλα, είχε διαβαστεί και κείμενο του Burroughs. Ο Νεκτάριος που έχει το πρόγραμμα εκείνης της εκδήλωσης, μου είπε επίσης πως ήταν γραμμένο με κάπως ευτράπελο τρόπο, αφού αναφερόταν σ’ αυτό (στο πρόγραμμα) ακόμη και η ώρα έναρξης κάθε διαφορετικής ανάγνωσης ή συμβάντος με ακρίβεια δευτερολέπτου. Γυρνώντας στο σπίτι επιχείρησα να βρω περισσότερα στοιχεία μέσω internet. Από μια συνέντευξη του ιδίου του Κουτρουμπούση στο site του Τέου Ρόμβου διαβάζω: «Το ‘Πάλι’ βγήκε το χειμώνα του 1963-64. Πριν ένα χρόνο περίπου είχαμε κάνει με τον Δημήτρη Πουλικάκο ένα ‘συμβάν’ με γενικό τίτλο ‘Ο Μαρμαρωμένος Βασιλιάς ή Δοκιμαστικοί Σωλήνες’ στο κέντρο Συμπόσιον που είχε ανοίξει ο Γιώργος Μπουκουβάλας στην Πλάκα (σ.σ. πρωτεργάτης των μπουάτ στην Ελλάδα), όπου εκδηλωθήκαμε εν λευκώ, και μετά παρόλο που πολλοί είχαν αηδιάσει απ’ αυτή την εκδήλωση και μας γλωσσοτρώγανε, εμάς μας πήραν τα μυαλά αέρα και σκεφτόμασταν πώς να σκαρώσουμε κάνα περιοδικό για να ‘συνεχίσουμε τον αγώνα’». Και από το βιβλίο του Μανώλη Νταλούκα Ελληνικό Ροκ [Άγκυρα, Αθήνα 2006]: «Στο ίδιο πνεύμα, στις 17 Απριλίου του 1963, δύο της παρέας, ο Δημήτρης Πουλικάκος και ο Πιτ Κουτρουμπούσης διοργανώνουν βραδιά ποίησης και ταχυδράματος. Η σουρεαλιστική αυτή παράσταση ονομάζεται Δοκιμαστικοί Σωλήνες και γίνεται στο κέντρο Συμπόσιο στην Πλάκα. Εκεί, εκτός από δικά τους ποιήματα, διαβάζουν Εμπειρίκο, Εγγονόπουλο, για πρώτη φορά Burroughs και Kerouac και ταχυδράματα του Αντώνη Ευθυμιάδη».
Όσες πηγές ανέφερα στο παραπάνω κείμενο τις είχα (σχεδόν όλες) στο νου μου. Απλώς, τις ανακάλεσα με αφορμή τα ελληνικά κείμενα που διάβασα τούτες τις μέρες για τον Burroughs. Δεν έψαξα τα πάντα (ό,τι ήταν διαθέσιμο προς εμένα δηλαδή), παρότι έκανα ένα… ταξιδάκι (κανονικό ταξιδάκι εννοώ, άνευ εισαγωγικών, μην παρεξηγηθώ). Επειδή, λοιπόν, μπορεί να υπάρχουν κι άλλες αναφορές σε σχέση με τον Burroughs και την Ελλάδα (από τα seventies ή και νωρίτερα εννοώ) θα ήταν χρήσιμο όποιος γνωρίζει κάτι περισσότερο να το προσθέσει και να μην το φυλάει για το βιβλίο του…

14 σχόλια:

  1. Καλημέρα Φώντα! Το 2000 ο James Grauerholz πέρασε από την Αθήνα ως μέρος του project που είχε εκείνο τον καιρό : να επισκεφτεί μέσα σε λίγους μήνες όλα τα μέρη που έμεινε ο Μπάροουζ μαζεύοντας και κάποια στοιχεία. Είχα την απίστευτη τύχη να περάσουμε δυόμιση μέρες στην πόλη, να γνωρίσει από κοντά τους εκδότες της Απόπειρας έως και το ελληνικό κλάμπινγκ... Το εκπληκτικότερο όλων ήταν ότι από τον ίδιο έμαθα ότι ο Άλαν Άνσεν δεν έμενε ως συνταξιούχος στις Σπέτσες αλλά πίσω από την αμερικανικη πρεσβεία. Τον επισκεφτήκαμε το μεσημέρι της δεύτερης ημέρας, σε ένα σπίτι με στοίβες βιβλίων στο πάτωμα και πίνακες των beat φίλων του στους τοίχους. Ο Άνσεν παρέδωσε στον Grauerholz τις βαθμολογίες του Μπάροουζ στον δεύτερο έτος του Χάρβαρντ και ήταν πολύ συγκινητικό ότι ο Grauerholz δεν κατάφερε να κρατήσει ένα δάκρυ... Ρώτησα τον Άνσεν αν μπορώ να τον επισκεφτώ αργότερα για να μιλησουμε (ειδικά για τη σχέση του με τον Auden) και χάρηκε πολύ - δυστυχώς δεν στάθηκα συνεπής...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Καλημέρα bwana.
      Ελάχιστοι απ’ αυτούς που ψάχνουν, τώρα, τα πράγματα γνώριζαν πως ο Alan Ansen (και όχι μόνον αυτός) ζούσε επί δεκαετίες στην Αθήνα. Κι εγώ, δηλαδή, πριν καμμιά δεκαριά χρόνια πρέπει να το πήρα χαμπάρι. Τώρα είναι αργά… Το ότι πρόλαβες, βεβαίως, να τον γνωρίσεις είναι κι αυτό κάτι.

      Διαγραφή
    2. Το ότι ο Alan Ansen ζούσε στην Αθήνα είχε γραφτεί το 1980 ή '81 σε κείμενο συνέντευξης του Ansen που είχε δημοσιευτεί σε ένθετη εφημερίδα που είχε κυκλοφορήσει εκείνη την εποχή μαζί με το περιοδικό Ήχος & Hi-Fi. Θα σκανάρω και θα επανέλθω.
      K. Zafeiratos

      Διαγραφή
  2. φοβερη η φωτογραφια του μπαροουζ!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Χμμμ… Αν έκοβα το δεξιό μισό της (τον άλλο τύπο και τ’ αυτοκίνητα), ο Μπάροουζ θα έμοιαζε με… λαδέμπορα στην Κατοχή…

      Διαγραφή
  3. Στο Ιδεοδρομιο 16-17 είναι όντως απόσπασμα από τον Υγειονομικό Υπάλληλο σε μετάφραση της Νέλλης Γκανά

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Πρόκειται νομίζω για πολύ υπερεκτιμημένο συγγραφέα. Διάβασα τα Junky και Wild Lunch στο πρωτότυπο και μπορώ να πω ότι δεν μπορεί να συγκριθεί με έναν Henry Miller ή έναν Kerouac. Όντως χειρίζεται με ένα ιδιότυπο τρόπο τη γλώσσα όμως έχει προβληθεί πολύ από μια γενιά που είχε στο μυαλό της να διαβάζει λογοτεχνία περισσότερο για να συμμετέχει στη συλλογική εκκεντρικότητα παρά για να κατανοήσει τον κόσμο μέσω αυτής. Είναι περισσότερο ένα lifestyle σύμβολο παρά σημαντικός συγγραφέας. Όπως εξάλλου είναι και ο Irvine Welsh σήμερα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Κατ’ αρχάς, δεν νομίζω πως ο Burroughs προσεγγίζεται με φιλολογικό τρόπο.

      Δεύτερον, δεν ξέρω αν είναι υπερεκτιμημένος γενικώς.

      Τρίτον. Στην Ελλάδα συνέπεσαν οι εκδόσεις των βιβλίων του με την «άνθηση» και την «αισθητική» της drug culture στην δεκαετία του ’80, κάτι που δεν βοήθησε σε μια συνολικότερη αποτίμηση του έργου του (το λέω, γιατί ο Burroughs δεν έγραψε κείμενα μόνο για τα ναρκωτικά – έγραψε και για άλλα… «ναρκωτικά»). Π.χ. όταν βλέπω στο εξώφυλλο του άλμπουμ των Σύνδρομο (1982) φάτσα-μόστρα το “Junky” (όχι στην έκδοση της Απόπειρας – μάλλον είναι η αμερικάνικη στην Penguin από το 1977) συμπεραίνω πολλά. Όχι για τους Σύνδρομο σώνει και καλά (τα τραγούδια των οποίων μου αρέσουν), αλλά για το πώς λειτούργησε το όνομα “Burroughs” στην Ελλάδα ως δηλωτικό μιας εποχής και μιας κατάστασης.

      Διαγραφή
  5. ...δηλωτικό μιας εποχής κι ενός lifestyle.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Ξεχάσαμε το περιοδικό «Τρύπα» του Τέου Ρόμβου. Μας το θύμισε ο αναγνώστης μας kzaf…
    Στο τεύχος 1 της Τρύπας (6/1980) υπάρχει το κείμενο του William S. Burroughs «Δανέζικη Εγχείριση», δημοσιευμένο για πρώτη φορά(;) στο βρετανικό περιοδικό arcade (#1, 1964).

    Εδώ η Τρύπα… πας στην σελίδα 52…

    http://romvos.wordpress.com/periodiko-trypa/%CF%84%CF%81%CF%8D%CF%80%CE%B1-1/

    κι εδώ το arcade…

    http://cdn.realitystudio.org/images/bibliographic_bunker/arcade/1/arcade.01.11.jpg

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  7. Για την ιστορία:
    Το κείμενο Points of distinction between sedative and consciousness-expading drugs, πρωτοδημοσιεύτηκε αμετάφραστο (στα αγγλικά) στο περιοδικό Κούρος, τεύχος Ιούνης 1971 [τ. 2], σελ. 40-41, ενώ στη σελ. 48 διαβάζουμε (έχω διορθώσει κάποια τυπογραφικά λάθη):
    «Το άρθρο “Σημεία διακρίσεως, μεταξύ κατασταλτικών και φαρμάκων του πεδίου συνειδήσεως” του Γουίλιαμ Μπάροουζ, είναι μια προσφώνηση που έκανε στο AMERICAN PSYCHOLOGICAL SYMPOSIUM στις 6 Σεπτεμβρίου 1961. Απ’ όσο είναι γνωστό καμμιά από αυτές τις δηλώσεις του δεν έχει διαψευσθή από την επίσημη επιστήμη – παρ’ όλο που δημοσιεύτηκε παντού, σ’ όλον τον κόσμο – καθ’ όλη την παρελθούσα δεκαετία. Ο Μπάροουζ γεννήθηκε το 1914 και αποφοίτησε από το HARVARD UNIV. αφού έκανε μεταπτυχιακή εργασία ανθρωπολογίας. Αργότερα κατά τη διάρκεια της ζωής του έφτασε στα τελικά όρια εθισμού σε οπιοειδή φάρμακα, δημοσίευσε μια σειρά μυθιστορημάτων των οποίων η τεχνοτροπία (τα CUT-UPS και τα FOLD-INS που εχρησιμοποίησε με την βοήθεια ενός ζωγράφου, του BRION GYSIN και ενός μαθηματικού, του IAN SOMMERVILLE) και η θεματολογία, επιτρέπουν να χαρακτηρισθούν σαν ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματα της λογοτεχνίας του 20ου αιώνα. Εκτός από τα καθαρά λογοτεχνικά θέματα ο Μπάροους έχει δημοσιεύσει κατά καιρούς δοκίμια ως ειδικός επί των θεμάτων τοξικολογίας. Τα πιο γνωστά του λογοτεχνικά έργα – από τα οποία κανένα δεν έχει μεταφραστεί στα Ελληνικά – είναι JUNKIE 1983, THE NAKED LUNCH 1959, THE SOFT MACHINE 1961, THE TICKET THAT EXPLODED 1962, και THE NOVA EXPRESS 1964. Η παρούσα δημοσίευση γίνεται μετά από υπόδειξη του Κώστα Θεοφιλόπουλου εν συνδυασμώ που το NEWSWEEK της 5ης Ιουλίου 1971 είχε εξώφυλλο και κύριο θέμα με τίτλο “THE HEROIN PLAGUE”.– »

    Αυτό πού μόλις τώρα παρατήρησα, είναι ότι το συγκεκριμένο τεύχος του Newsweek είχε κυκλοφορήσει πράγματι στις 5 Ιουλίου (βλ. εδώ: http://www.ebay.com/itm/THE-HEROIN-PLAGUE-JULY-5-1971-NEWSWEEK-MAGAZINE-/251392843611?nma=true&si=EpzKmqt91kZs9jIY5OHQkWT52lo%253D&orig_cvip=true&rt=nc&_trksid=p2047675.l2557), οπότε, το τεύχος του Κούρου, παρ' ότι στο εξώφυλλο γράφει Ιούνης 1971, πρέπει να κυκλοφόρησε ένα μήνα αργότερα.
    Manwolf Louie

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Eυχαριστώ για την προσθήκη.

      Μπράβο εξώφυλλο το εβδομαδιαίο Newsweek!

      Μπορεί να είχε τυπώσει πρώτα τα εξώφυλλα ο Χρηστάκης και την ύλη να την συμπλήρωνε σιγά-σιγά…

      Διαγραφή
  8. Το τεύχος αυτό του Κούρου είναι το 3 (δεν γράφει πουθενά αριθμό) κι όχι το 2, όπως έγραψα αρχικά.
    Manwolf Louie

    ΑπάντησηΔιαγραφή