Τετάρτη 18 Νοεμβρίου 2015

ΕΜΒΟΕΣ τρίτο τεύχος

Την 14/4 γράψαμε για το πρώτο τεύχος του fanzine εμβοές του Νικόλα Μαλεβίτση, πριν ένα μήνα (την 6/10), είπαμε κάποια λόγια για το τεύχος 2, ενώ τώρα ξεφυλλίζουμε και διαβάζουμε το τεύχος 3, που έχει υπότιτλο «μικρές ιστορίες μοτίβων πλεξίματος» και που συνοδεύεται από μια σχετική... πλεκτική κάρτα. Το τεύχος αυτό έχει διαφορετικό μέγεθος από τα δύο προηγούμενα (και τα τρία έχουν διαφορετικό μεταξύ τους μέγεθος), ενώ είναι δεμένο με ράχη και όχι με καρφίτσες. Τα σημειώνω αυτά, επειδή τίποτα δεν στερείται νοήματος…
Οι νέες εμβοές αναπτύσσονται κατά τον ίδιο τρόπο με τις προηγούμενες. Συνεντεύξεις προσώπων που γουστάρει ο Μαλεβίτσης και που έχουν παίξει, το καθένα, το δικό του ρόλο στη διαμόρφωση των γούστων του γράφοντα (του Μαλεβίτση εννοώ), και βεβαίως πολλών άλλων (αναγνωστών του fanzine ή όχι). Όλες οι συνεντεύξεις είναι μεστές και απολύτως ενδιαφέρουσες, και όλες ανταποκρίνονται στις βαθύτερες ανάγκες των μουσικόφιλων (εκείνων τέλος πάντων που νοιάζονται περισσότερο για τα «προχωρημένα» ακούσματα), καθώς φέρνουν στο φως πληροφορίες και λεπτομέρειες.
Η πρώτη συνέντευξη έχει να κάνει με τον Robert Zank, τον γερμανό παραγωγό και ιδιοκτήτη της εταιρείας Edition RZ. Οι φίλοι της ελληνικής avant, της avant γενικότερα, γνωρίζουν το label του Zank, επειδή, το 1992, τυπώθηκε εκεί ένα LP του Γιάννη Χρήστου! Βάζω θαυμαστικό καθότι προσπαθώ να ανακαλέσω και την δική μου έκπληξη, όταν αγόραζα εκείνη την εποχή (από πού ακριβώς; – δεν μπορώ να θυμηθώ) το συγκεκριμένο άλμπουμ. Στις αρχές των 90s με δυσκολία θα μπορούσε να βρει κάποιος το “Mysterion” (στο μαύρο ή το άσπρο εξώφυλλο), καθώς τα άλλα δύο LP τού έλληνα συνθέτη (ένα του ’74 κι ένα του ’90) ήταν δύσκολο να εντοπιστούν. Και το κυριότερο: ο Zank είχε φτιάξει ένα άλμπουμ που ακουγόταν πολύ καλά (εν αντιθέσει με το “Mysterion” ας πούμε, που είχε από μέτρια και κάτω ηχογράφηση).
Να τι λέει χρόνια μετά (πέρυσι) ο ίδιος ο Zank στον Μαλεβίτση:
«Η έκδοση του Χρήστου ξεκινά με τις σημειώσεις του Harry Halbreich, που περιλαμβάνονται στον θρυλικό δίσκο του Scelsi στη FY France. Ήταν ένα μακρόπνοο σχέδιο που άξιζε τον κόπο.(…) Ήταν στην αναλογική εποχή, που ήταν σωστή δοκιμασία να βρεις μια καλή κόπια αρχειακού υλικού. Πολλές από τις ιστορικές ηχογραφήσεις του Χρήστου ήταν ενδιαφέρουσες, αλλά είχαν περισσότερο ποιότητα ντοκουμέντου και μόνο μερικές αξιολάτρευτες ηχογραφήσεις χρησιμοποιήθηκαν για το δίσκο της RZ. Τα υπόλοιπα προήλθαν από άλλες πηγές και το βορειογερμανικό ραδιόφωνο(…)».
Ο Zank λέει κι άλλα πολλά κι ενδιαφέροντα σε σχέση με τον ίδιον, την εταιρεία του, τους αγαπημένους συνθέτες του (Jakob Ullmann) το έργο των οποίων προβάλλει, τον τρόπο που βλέπει τη «σύγχρονη μουσική» κ.λπ.
Η δεύτερη κουβέντα του Μαλεβίτση γίνεται με τον Werner Durand, έναν συνθέτη-πειραματιστή που είναι γνωστός όχι μόνο για τις μουσικές του, αλλά και για τα πρωτότυπα όργανα που κατασκευάζει. Ίσως, μάλιστα, ορισμένοι να θυμούνται τον Durant από τη συμμετοχή του στους περίφημους Urban Sax! Τα τελευταία χρόνια ο Durand δραστηριοποιείται μέσω του Logothetis Ensemble, ερμηνεύοντας μουσικές του Ανέστη Λογοθέτη. Η συζήτηση μάς αποκαλύπτει τη διαδρομή του μουσικού και το πώς από τους Beach Boys και τον μινιμαλισμό (Terry Riley κ.λπ.) έφθασε (ο Durand) να συνεργάζεται με τον Gilbert Artman (Urban Sax) και τους 13th Tribe, καταλήγοντας σήμερα στις αποδόσεις έργων τού Λογοθέτη. Να σημειώσουμε, ακόμη, πως ο Μαλεβίτσης είχε κυκλοφορήσει κι ένα CD του Durand στην absurd το 2008, το “Remnants from Paradise”.
Η επόμενη συζήτηση γίνεται με τον Eric Lanzilotta, τον άνθρωπο που βρέθηκε πίσω από την εταιρεία/ mail-order Anomalous Records (έδρα της η Δυτική Ακτή). Οι περισσότεροι που ψώνιζαν δίσκους από το εξωτερικό στα nineties (μέσω ταχυδρομείου) σίγουρα κάτι θα είχαν «αρπάξει» και από την Anomalous (εγώ, ας πούμε, θυμάμαι ν’ αγοράζω AMM, NWW και άλλα διάφορα), καθότι εκεί εύρισκες τα πάντα. Mail-order κολοσσός για την avant/ experimental/ electronic σκηνή, η Anomalous ξεκίνησε το 1991 και πρέπει να έκλεισε εκεί περί τα μέσα των 00s (δεν διευκρινίζεται ακριβώς). Λέει σε κάποια φάση ο Lanzilotta για το πώς κυλάνε σήμερα τα πράγματα:
«Τώρα ζω σε μία μικρή πόλη με χαμηλό κόστος διαβίωσης. Δε χρειάζεται να κάνω αρκετά για να πληρώσω τα έξοδά μου, κι έτσι δεν κάνω πολλά πράγματα. Έβγαλα το 10ιντσο των No-Neck Blues Band, αλλά οι πωλήσεις είναι χαμηλές. Είναι δύσκολο να προσδιορίσεις το κόστος του βινυλίου με τέτοια αντίδραση και αντιμετώπιση από την μπάντα. Νομίζω ότι αν είχε βγει το 2007 που το ’χαμε πρωτοσχεδιάσει θα είχε πάει πολύ καλύτερα. Η σκηνή έχει αλλάξει πολύ πλέον. Υπάρχουν βέβαια κυκλοφορίες που θα μπορούσα να κάνω, αλλά δεν εμπιστεύομαι πλέον τη διανομή τους. Σε αυτή τη φάση απλά βαριέμαι να μαζεύονται στοίβες από αντίτυπα κυκλοφοριών στο διαμέρισμά μου».
Δεν μπορώ να θυμηθώ από πού γνωρίζω το όνομα τού Μιχάλη Κοκολόγου, του επόμενου προσώπου που συζητά με τον Μαλεβίτση. Ο Κοκολόγος είχε για χρόνια δισκάδικο στην Άμφισσα, που πρέπει να το είχα επισκεφθεί στα 90s, αλλά σίγουρα δεν τον ξέρω από ’κει… τέλος πάντων… Η συνέντευξη αυτή έχει πολύ ζουμί, κυρίως γιατί αποκαλύπτει τον τρόπο που λειτουργούσε το κύκλωμα (μαγαζιά, κόσμος κ.λπ.) στην επαρχία, όταν υπήρχαν ακόμη κανονικά δισκάδικα και όχι… ψευτοδισκάδικα που πουλάνε βασικά κινητά τηλέφωνα και τη σχετική γκατζεταρία. (Αν και τα παλαιότερα χρόνια, στην επαρχία, δίσκους πουλούσαν και μαγαζιά με ηλεκτρικές συσκευές… ξανά τέλος πάντων…). Ο Κοκολόγος, που έχει... ωραίο λόγο, μιλάει για οικείες λίγο-πολύ καταστάσεις (σ’ εμάς τουλάχιστον που έχουμε την ηλικία του), καταθέτοντας… στάση ζωής και ειλικρίνεια. Κι επειδή είναι φίλος με τον Μαλεβίτση η κουβέντα τους δεν είναι απλώς άνετη, είναι και ουσιαστική.
Το τρίτο τεύχος των εμβοών θα κλείσει με μιαν ακόμη κουβέντα. Αυτή τη φορά είναι ο Rigo Dittman που απαντά στις ερωτήσεις του Μαλεβίτση, εκδότης του γερμανικού fanzine Bad Alchemy, που τυπώνεται σταθερά από το 1984! Δεν γνωρίζω αν υπάρχει άλλη τέτοια περίπτωση... τόσο μακρόβιου fanzine εννοώ. Για το τι σημαίνει Bad Alchemy, αλλά και εκδοτική αυταπάρνηση, μπορεί να το πληροφορηθεί ο καθείς από το site www.badalchemy.de. Εμείς ας κλείσουμε, εδώ, με τα τελευταία λόγια του Dittman:
«Το Bad Alchemy είναι η δεύτερη και καλύτερη ζωή μου. Το τεχνητό μου μέλος για να έρθω σ’ επαφή με τον κόσμο. Είναι μια μόνιμη πηγή ενέργειας. Τρέμω στην ιδέα να μείνω χωρίς αυτή. Από την άλλη μεριά είναι το δικό μου κανάλι να πω “σας ακούω” και “σας ευχαριστώ” σε όλους εκείνους τους απίθανους δημιουργικούς τύπους. Έχω προσφέρει αυτά τα ευγενικά μηνύματα σε 80 μπουκάλια ως τώρα και θα συνεχίσω μέχρι να μας χωρίσει ο θάνατος».

1 σχόλιο: